προδότης

προδότης
προ-δότης, ου, [dialect] Dor. [suff] πρό-ας, ,
A betrayer, traitor, Hdt.8.30,144, Timocr.1.5, etc.; π. πατρός, πατρίδος, E.Or. 1057, Ph.996, etc.;

ὁ ἐν λέχει π. Id.Med.206

(lyr.); π. τῶν ὅρκων traitor to his oaths, Lys.Fr.71: metaph.,

τῆς ὑγιείης Democr.234

.
2 one who abandons in danger, A.Pr.1068(anap.);

π. τινὸς καταστῆναι And.2.26

.
3 as Adj., irreg. [comp] Comp.

-ίστερον Phot.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προδότης — betrayer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός …   Dictionary of Greek

  • προδοτής — ο, Ν βλ. προδότης …   Dictionary of Greek

  • προδότης — ο θηλ. δότρα και δότισσα 1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του. 2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του. 3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδόται — προδότης betrayer masc nom/voc pl προδότᾱͅ , προδότης betrayer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδόταις — προδότης betrayer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότῃ — προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότα — προδότᾱ , προδότης betrayer masc nom/voc/acc dual προδότης betrayer masc voc sg προδότᾱ , προδότης betrayer masc gen sg (doric aeolic) προδότης betrayer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] …   Dictionary of Greek

  • συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”